- ραμμελσβεργίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού νικελίου με λευκό ως θαμπό γκρίζο χρώμα και μεταλλική λάμψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rammelsbergite, από το όν. τού Karl Rammelsberg, Γερμανού μεταλλειολόγου + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.